- συναναστομώ
- -όω, ΜΑσυνδέω κάτι με κάτι άλλο σχηματίζοντας στόμιοαρχ.παθ. συναναστομοῡμαι, -όομαι(για λίμνες ή ποτάμια) συνδέομαι με στόμιο, εκβάλλω.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀναστομῶ «ανοίγω τρύπα, άνοιγμα, στενεύω, σχηματίζω πορθμό»].
Dictionary of Greek. 2013.